ξέζεμα

ξέζεμα
το, -ατος
απόλυση, απαλλαγή του ζώου από το ζυγό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη …   Dictionary of Greek

  • ξεζέψιμο — το [ξεζεύω] ξέζεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”